Δικαστική άρση μη συντελεσθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης (μετά τον Ν. 4759/2020)
Η διαπίστωση αυτοδίκαιης άρσης επιβληθείσας αλλά μη συντελεσθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης μετά τον Ν. 4759/2020 επιχειρήθηκε να καταστεί εύκολο εγχείρημα, αφού μάλιστα κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, αρκεί μία αίτηση του ιδιοκτήτη για την εντοπισμένη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, προκειμένου να καταστεί το ακίνητο εκ νέου οικοδομήσιμο.
Το ίδιο ισχύει και με τους προϊσχύσαντες νόμους (λ.χ. τον Ν. 4315/2014 κλπ.).
Ο νέος νόμος αυτός είναι επιδεκτικός πολλών σημείων κριτικής, ωστόσο, αυτό δεν αίρει την πρόθεσή του να ρυθμίσει αποτελεσματικά το ζήτημα της άρσης των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων που δεν έχουν συντελεσθεί.
Στην πλειονότητα, ωστόσο, των περιπτώσεων που ο νόμος ρυθμίζει, τούτο καθίσταται για πληθώρα λόγων δυσχερές. Επί της άρνησης της Διοίκησης να άρει την επιβληθείσα δέσμευση του ακινήτου λόγω ρυμοτομίας, υπάρχει η δυνατότητα δικαστικής προστασίας, η οποία συνιστάται στην περίπτωση αυτή αποκλειστικά.
Προσφυγή κατά της άρνησης άρσης απαλλοτρίωσης
Για την ακύρωση της άρνησης της Διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση ακολουθείται η διαδικασία της προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια, αρμοδίως.
Η διαδικασία αυτή αποτελεί και τον «εγγυητή», σε περίπτωση που η Διοίκηση πεισματικά δεν συμμορφώνεται με τις προβλέψεις του νέου νόμου.
Το ορισμένο του δικογράφου της προσφυγής είναι κομβικής σημασίας και προϋποθέτει εξειδικευμένη μεταχείριση της καθεκάστης περίπτωσης και εξειδικευμένη νομική αρωγή.